καταδίκη

καταδίκη
καταδίκη, ης, ἡ (s. prec. entry; Thu.+; Herm. Wr. 10, 8a; ins, pap; Wsd 12:27; TestSol 13:4; GrBar 4:15 [Christian]; Philo; Jos., Ant. 17, 338; Just.; Tat. 29, 2; loanw. in rabb.) condemnation, sentence of condemnation, conviction, guilty verdict (so Epicharmus [V B.C.] Com. Graec. Fgm. 148, 4 Kaibel [in Athen. 2, 3, 36d] restored; Polyb.; Plut.; Philo, Spec. Leg. 3, 116; Jos., Bell. 4, 317) αἰτεῖσθαι κατά τινος κ. ask for a conviction of someone Ac 25:15.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταδίκη — judgement given against fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκῃ — καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… …   Dictionary of Greek

  • καταδίκη — η 1.απόφαση του δικαστηρίου εναντίον κάποιου: Άκουσε την καταδίκη του ατάραχος. 2. τιμωρία, ποινή: Η ζωή της μ αυτόν το μεθύστακα ήταν μια καταδίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδίκαι — καταδίκη judgement given against fem nom/voc pl καταδίκᾱͅ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκηι — καταδίκῃ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδικᾶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδικῶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg καταδικάζω give judgement fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταδικάζω give… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκαις — καταδίκη judgement given against fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκην — καταδίκη judgement given against fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκης — καταδίκη judgement given against fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”